ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
-ον, Αο καλυμμένος από δάση, δασώδης, δρυμώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -κομος (< κόμη), πρβλ. φυλλόκομος].