Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
-ον, Α
αυτός που επιβάλλει ποινή πολύ μετά από τη διάπραξη ενός αδικήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστερος + -ποινος (< ποινή), πρβλ. ἀξιόποινος].