ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
φλεβοσυλία: ἡ, βλάβη τῶν φλεβῶν, Ἀθαν. τ. 2, 1. 409C.
ἡ, Αβλάβη τών φλεβών.[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + -συλία (< -συλος < συλῶ), πρβλ. νεκροσυλία].