ὑγρόσαρκος
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ον, of flabby flesh, Arist.HA 603b16, 538b9 (Comp.), Hp.Ep.21.
German (Pape)
[Seite 1171] von weichem, zartem, schwammigem Fleische, Arist. H. A. 8, 21.
Russian (Dvoretsky)
ὑγρόσαρκος: с дряблым телом (ὗες Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑγρόσαρκος: -ον, ὁ ἔχων ὑγρὰς δηλ. πλαδαρὰς σάρκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 12., 8. 21. 4.
Greek Monolingual
-η, -ο / ὑγρόσαρκος, -ον, ΝΑ
αυτός που δίνει την εντύπωση ότι έχει υγρές σάρκες, πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -σαρκος (< σαρξ, σαρ-κός), πρβλ. παχύσαρκος].