κενόσαρκος

From LSJ
Revision as of 13:08, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs)

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενόσαρκος Medium diacritics: κενόσαρκος Low diacritics: κενόσαρκος Capitals: ΚΕΝΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: kenósarkos Transliteration B: kenosarkos Transliteration C: kenosarkos Beta Code: keno/sarkos

English (LSJ)

ον, destitute of flesh, meagre, EM779.8.

German (Pape)

[Seite 1417] vom Fleisch leer, mager, E. M. 779, 8, neben λεπτός.

Greek (Liddell-Scott)

κενόσαρκος: -ον, ἄνευ σαρκός, ἰσχνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 8,

Greek Monolingual

κενόσαρκος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκόσαρκος, μαλακόσαρκος].