πυρισμάραγος

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρισμάρᾰγος Medium diacritics: πυρισμάραγος Low diacritics: πυρισμάραγος Capitals: ΠΥΡΙΣΜΑΡΑΓΟΣ
Transliteration A: pyrismáragos Transliteration B: pyrismaragos Transliteration C: pyrismaragos Beta Code: purisma/ragos

English (LSJ)

[ᾰρ], ον, roaring with fire, Theoc.Syrinx 8 (v.l. -σφάραγος).

German (Pape)

[Seite 823] im oder vom Feuer tosend, krachend, Theocr. syrinx (XV, 21), Πόθος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pétille ou craque au feu.
Étymologie: πῦρ, σμαραγέω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ηχεί, που παράγει θόρυβο από τη φωτιά που τον καίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -σμάραγος (< σμαραγῶ «ηχώ, κάνω θόρυβο»), πρβλ. αλισμάραγος, μεγαλοσμάραγος].

Greek Monotonic

πῠρισμάρᾰγος: [ᾰ], -ον, αυτός που αντηχεί μέσα στη φωτιά, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρῐσμάρᾰγος: (μᾰ) бурнопламенный, страстный (πόθος Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρισμάραγος -ον [πῦρ, σμαραγέω] met loeiende vlammen, brandend; overdr.: πόθος π. vurig loeiend verlangen Theocr. Syr. 8.

Middle Liddell

πῠρι-σμᾰ́ρᾰγος, ον,
roaring with fire, Theocr.