ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
ἀρχαιοειδής, -ές (Α)αυτός που φαίνεται σαν αρχαίος ή σαν παλαιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -ειδής < είδος].