ομαίμων

From LSJ
Revision as of 14:49, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source

Greek Monolingual

ὁμαίμων, -ον (Α)
1. ο όμαιμος
2. (το συγκριτ.) ὁμαιμονέστερος, -έρα, -ερον
ο πλησιέστερος εξ αίματος συγγενής («ἀλλ εἴτ' ἀδελφῆς, εἰθ' ὁμαιμονεστέρα τοῦ παντὸς ἡμῖν Ζηνὸς ἑρκείου κυρεῖ», Σοφ.)
3. ο όμοιος με συγγενή, συγγενικός («ἁρπαγαὶ δὲ διαδρομᾱν ὁμαίμονες», Αισχύλ.)
4. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) , ἡ ὁμαίμων
αδελφός, αδελφή
5. προσωνυμία του Διός ως προστάτη της εξ αίματος συγγένειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -αίμων (< αἷμα), πρβλ. πολυαίμων].