πρωτινός

From LSJ
Revision as of 16:05, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιά εποχή, ο παλαιικός
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη κάθε φορά εποχή, ο προγενέστερος
3. παροιμ. «τών πρωτινών τα λόγια, θεού λόγια» — δηλώνει ότι οι γνώμες και οι κρίσεις τών παλαιών, που έχουν περάσει τη δοκιμασία του χρόνου, είναι αλάθητες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρώτος + κατάλ. -ινός (πρβλ. αληθινός)].