πτωχόκομπος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek (Liddell-Scott)
πτωχόκομπος: -ον, κομπάζων ἢ καυχώμενος ἐπὶ τῇ ἐπαιτείᾳ, Βυζ.
Greek Monolingual
ὁ, Μ
πτωχαλαζόνας, ψωροπερήφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πτωχός + κόμπος (Ι) «κομπασμός» (πρβλ. ματαιόκομπος)].