τενεκετζής
From LSJ
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
Greek Monolingual
και ντενεκετζής, ο, Ν
τεχνίτης που κατασκευάζει και επιδιορθώνει σκεύη από λευκοσίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. teneke-ci (βλ. και -τζής, πρβλ. σουβλατζής)].