ὁρμηδόν
From LSJ
τὸ ἐγδοχῖον τοῦ ὕδατος καὶ τὰ ἐν τῆι πόλει ὑδραγώγια → the water reservoir and the conduits in the city (or on the acropolis)
English (LSJ)
Adv. impetuously, Herm. ap. Stob.1.49.68.
German (Pape)
[Seite 381] ungestüm andringend, Hermes. bei Stob. ecl. phys. p. 1050.
Greek (Liddell-Scott)
ὁρμηδόν: Ἐπίρρ., μεθ’ ὁρμῆς Ἑρμῆς ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 1070.
Greek Monolingual
ὁρμηδόν (Α)
επίρρ. με ορμή, ορμητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁρμή + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].