Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
η, Ν
βοτ. κοινή ονομασία τών 15 περίπου ειδών του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών κόρυλος, που ανήκει στην τάξη βετουλίδες, αλλ. λεπτοκαρυά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φουντούκι + κατάλ. -ιά (πρβλ. λεμονιά)].