ὑπεκθέσιμος

From LSJ
Revision as of 17:04, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")

Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid

Menander, Monostichoi, 145
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκθέσῐμος Medium diacritics: ὑπεκθέσιμος Low diacritics: υπεκθέσιμος Capitals: ΥΠΕΚΘΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: hypekthésimos Transliteration B: hypekthesimos Transliteration C: ypekthesimos Beta Code: u(pekqe/simos

English (LSJ)

ον, of merchandise, deposited for re-exportation, GDI5040.25 (Crete, written ὑπεχθέσιμος); cf. ὑπεκτίθεμαι 11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεκθέσιμος: -ον, ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κατατεθειμένος πρὸς ἐξαγωγὴν πάλιν, Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 2556. 25, ἔνθα φέρεται ὑπεχθέσιμος· πρβλ. ὑπεκτίθεμαι ΙΙ, καὶ ἴδε Böckh σ. 414.

Greek Monolingual

και κρητ. τ. ὑπεχθέσιμος, -ον, Α
(για εμπόρευμα) αυτός που τοποθετείται κάπου για να εξαχθεί πάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υπεκθε- του ὑπεκτίθεμαι (πρβλ. μτχ. αορ. ὑπεκθέ-μενος) + κατάλ. -σιμος (πρβλ. ἰάσιμος)].