μιαιφθορώ

From LSJ
Revision as of 07:10, 13 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158

Greek Monolingual

μιαιφθορῶ, -έω (Α)
διαπράττω αιμομιξία, συνευρίσκομαι με μητέρα, αδελφή ή κόρη μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μιαι- (βλ. λ. μιαίνω) + φθορῶ, μέσω ενός αμάρτυρου τ. μιαιφθόρος (πρβλ. θυμοφθορώ)].