ψιλούτσικος
From LSJ
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art
-η, -ο / ψιλούτζικος, -η, -ον, ΝΜ
κάπως ψιλός, αρκετά ψιλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μεγαλούτσικος)].