γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
[Seite 1399] die leichten Truppen anführend, ὁ ψιλαγός, Anführer der leichten Truppen, Sp.
ὁ, Αο αρχηγός τών ψιλών, τών ελαφρά οπλισμένων στρατιωτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλός + -αγός (< ἄγω), πρβλ. ναυαγός].