ἐποφθαλμιάω

From LSJ
Revision as of 09:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποφθαλμιάω Medium diacritics: ἐποφθαλμιάω Low diacritics: εποφθαλμιάω Capitals: ΕΠΟΦΘΑΛΜΙΑΩ
Transliteration A: epophthalmiáō Transliteration B: epophthalmiaō Transliteration C: epofthalmiao Beta Code: e)pofqalmia/w

English (LSJ)

cast longing glances at, turn one's look, throw glances, ogle, τινι Ael.NA3.44, cf. Fr.81; ἐ. χρήμασι Plu.Caes.2; πρὸς τὸν πλοῦτον Id.Dem.25; eye jealously, τοῖς ἔργοις τινός POxy.1630.6 (iii A.D.); v.l. in Hyp.Fr.258.

German (Pape)

[Seite 1011] anäugeln, mit gierigen od. neidischen Augen worauf sehen, Poll. 2, 62 erkl. ἐπιθυμεῖν τινος; so Plut. ἐκείνου τοῖς χρήμασιν ἐποφθαλμιῶντος Caes. 2; πρὸς τὸν πλοῦτον Dem. 25; liebäugelnd ansehen, Ael. H. A. 1, 12; τινί, 3, 44.

French (Bailly abrégé)

1 jeter un œil d'envie, jeter un regard de convoitise : τινι, πρός τι sur qch;
2 adresser un regard amical : τινι à qqn.
Étymologie: ἐπί, ὀφθαλμός.

Greek Monolingual

(AM ἐποφθαλμιῶ, ἐποφθαλμιάω)
1. ρίχνω βλέμματα γεμάτα επιθυμία σε κάτι θέλοντας να το αποκτήσω
2. φθονώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι που δεν μού ανήκει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οφθαλμιώ «επιθυμώ σφοδρώς» (< οφθαλμός)].

Greek (Liddell-Scott)

ἐποφθαλμιάω: ῥίπτω βλέμματα πλήρη ἐπιθυμίας εἴς τι, ἐπιθυμῶ τινος, τινι Αἰλ. π. Ζ. 3. 4· ἐπ. χρήμασι Πλουτ. Καῖσ. 2· πρὸς τὸν πλοῦτον ὁ αὐτ. ἐν βίῳ Δημοσθ. 25· πρβλ. Dorv. Χαρ. σ. 86, Schaif Λογγ. σ. 350· ἴδε ἐποφθαλμέω.

Greek Monotonic

ἐποφθαλμιάω: λοξοκοιτάζω με επιθυμία, με λαχτάρα, με δοτ., ή πρός τι, σε Πλούτ.

Middle Liddell


to cast longing glances at, c. dat., or πρός τι Plut.