λαρνακόγυιος

From LSJ
Revision as of 09:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαρνακόγυιος Medium diacritics: λαρνακόγυιος Low diacritics: λαρνακόγυιος Capitals: ΛΑΡΝΑΚΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: larnakógyios Transliteration B: larnakoguios Transliteration C: larnakogyios Beta Code: larnako/guios

English (LSJ)

λαρνακόγυιον, epithet of Pan, apptly. from a pun on χηλή,
A hoof, and χηλός, = λάρναξ, Theoc.Syrinx16.

German (Pape)

[Seite 16] heißt Pan, Theocr. Syr. (XV, 21), wahrscheinlich = χηλόπους, mit klauigen Füßen, vgl. χηλός u. χηλή.

Russian (Dvoretsky)

λαρνᾰκόγυιος: с ногами как у сундука, т. е. кривоногий (Πάν Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λαρνᾰκόγυιος: -ον, ἀμφίβολον ἐπίθ. τοῦ Πανὸς κατὰ τὸ φαινόμενον ἔκ τινος ἀφυοῦς λογοπαιγνίου ἐπὶ τῶν λέξ. χηλὴ καὶ χηλὸς = λάρναξ, Ἀνθ. Π. 15. 21, 16· «λαρνακόγυιον δὲ τὸν Πᾶνα, ἐπεὶ χηλόπους ἐστί· λάρναξ δὲ ἡ χηλὸς καὶ ἡ κιβωτὸς» Σχόλ.

Greek Monolingual

λαρνακόγυιος, -ον (Α)
(το αρσ.) ὁ λαρνακόγυιος
προσωνυμία του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάρναξ, -ακος + -γυιος (< γυῖον «μέλος του σώματος, χέρι»), πρβλ. ιμερόγυιος, καμπεσίγυιος].