εὔμολπος
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
English (LSJ)
εὔμολπον, sweetly singing, AP9.396 (Paul. Sil.): as pr.n.in h.Cer.154, etc. See also Εὔμολπος (Eumolpus).
German (Pape)
[Seite 1081] schön singend, Paul. gil. 72 (IX, 596).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui chante bien, harmonieusement.
Étymologie: εὖ, μολπή.
Russian (Dvoretsky)
εὔμολπος: хорошо поющий Anth.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμολπος: -ον, ὁ ἡδέως μέλπων, Ἀνθ. Π. 9. 396· ὡς κύριον, ὄνομα ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμητρ. 154: - εὐμολπέω, μέλπω καλῶς, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 478: - εὐμολπία, ἡ, «εὐφωνία» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
εὔμολπος, -ον (Α)
1. αυτός που τραγουδάει γλυκά και μελωδικά
2. αυτός που τραγουδιέται μελωδικά, ο γεμάτος αρμονία
3. και ως κύριο όνομα Εὔμολπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μολπή (< μέλπω)].
Greek Monotonic
εὔμολπος: -ον, (μολπή), αυτός που τραγουδάει γλυκά, σε Ανθ.