v. ἐμπίπλημι.
inf. ao. Moy. poét. de ἐμπίπλημι.
ἐνιπλήσασθαι: -σθῆναι, -σωσι, ἴδε ἐμπίπλημι.
ἐνιπλήσασθαι: -σθῆναι, απαρ. Μέσ. και Παθ. αορ. αʹ του ἐμπίπλημι.