συντηρέω

From LSJ
Revision as of 10:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντηρέω Medium diacritics: συντηρέω Low diacritics: συντηρέω Capitals: ΣΥΝΤΗΡΕΩ
Transliteration A: syntēréō Transliteration B: syntēreō Transliteration C: syntireo Beta Code: sunthre/w

English (LSJ)

A keep or preserve closely, ἑαυτὸν ἀδωροδόκητον Aristeas 209; τὴν ψυχήν μου μὴ φαγεῖν LXX To.1.11; σ. [τὴν γνώμην] παρ' ἑαυτῇ keep it close, Plb.30.30.5, cf. LXX Si.39.2, Ev.Luc.2.19.
2 preserve, maintain, of grants or privileges, SIG705.48 (Delph., ii B.C.), al., BGU1074.2 (i A.D.):—Pass., IG12(5).860.44 (Tenos); ἀμφότεροι -οῦνται (sc. ὅ τε οἶνος καὶ οἱ ἀσκοί) Ev.Matt.9.17.
3 observe strictly, τὸ τῆς φύσεως τέλος Epicur.Fr.554; τὰ νόμιμα Aristeas 127; τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ LXX Si.2.15; τὴν εὐταξίαν Arch.Pap.3.134 (Thera, iii/ii B.C.); τήν τε φιλίαν καὶ τὴν συμμαχίαν Riv.Fil.60.60 (Cyrene, ii B.C.); σ. τὸ διάστημα keep distance, Ascl. Tact.12.11, Ael.Tact.42.1.
4 watch one's opportunity, συντηροῦντα παίειν Plu.Marc.12.
5 watch over, protect, τοῖς φυλακίταις (sc. συντάξαι) συντηρῆσαι τὰ.. γενήματα BGU1851.8 (i B.C.).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 conserver;
2 observer, surveiller;
NT: garder à l'esprit.
Étymologie: σύν, τηρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-τηρέω bewaren, beschermen; ook overdr.. πάντα συνετήρει τὰ ῥήματα ταῦτα... ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς zij bewaarde al deze woorden in haar hart NT Luc. 2.19.

German (Pape)

mit, zugleich bewachen, bewahren, beobachten; τὰ δίκαια, Pol. 4.60.10; τὴν γνώμην παρ' ἑαυτῷ, bei sich behalten, 31.6.5; συντηροῦντα πόρρωθεν παίειν, zielend, Plut. Marcell. 12.

Russian (Dvoretsky)

συντηρέω:
1 сохранять, хранить (τὴν ζωὴν διὰ γενέσεως Arst.; τὰ ῥήματά τινος NT; τὴν ἑαυτοῦ γνώμην σ. παρ᾽ ἑαυτῷ Polyb.);
2 беречь, оберегать (τινα NT);
3 блюсти, соблюдать (τὰ δίκαια Polyb.);
4 выжидать удобный момент: συντηροῦντα παίειν τινά Plut. выждав удобный момент (т. е. прицелившись), поражать кого-л.

English (Strong)

from σύν and τηρέω; to keep closely together, i.e. (by implication) to conserve (from ruin); mentally, to remember (and obey): keep, observe, preserve.

English (Thayer)

συντήρω: imperfect 3rd person singular συνετήρει; present passive 3rd person plural συντηροῦνται; (from Aristotle, de plant. 1,1, p. 816a, 8 down);
a. to preserve (a thing from perishing or being lost): τί, passive (opposed to ἀπολλυσθαι), T WH omit; Tr brackets the clause); τινα, to guard one, keep him safe, from a plot, ἑαυτόν ἀναμάρτητον, to keep within oneself, keep in mind (a thing, lest it be forgotten (cf. σύν, II:4)): πάντα τά ῤήματα, τό ῤῆμα ἐν τῇ καρδία μου, Theod.; τήν γνώμην παῥ ἑαυτό, Polybius 31,6, 5; (absolutely, Sirach 39:2)).

Greek Monotonic

συντηρέω: μέλ. -ήσω,
1. διατηρώ ή διαφυλάσσω μαζί — Παθ., σε Καινή Διαθήκη
2. καιροφυλακτώ, περιμένω να αρπάξω την ευκαιρία, παραμονεύω, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συντηρέω: τηρῶ ἢ διαφυλάττω καλῶς, ἀσφαλῶς, Ἀριστ. περὶ Φυτ. 1. 1, 12· ἡ σύγκλητος οὐκ ἐξέφαινε τὴν ἑαυτῆς γνώμην ἀλλὰ συνετήρει παρ’ ἑαυτῇ Πολύβ. 31. 6, 5, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄, 19. 2) διαφυλάττω, διατηρῶ ὁμοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 3052. 21· ἀλλὰ βάλλουσιν οἶνον νέον εἰς ἀσκοὺς καινούς, καὶ ἀμφότεροι συντηροῦνται, διατηροῦνται, Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 17, κ. Λουκ. ε΄, 38. ― Παθητ., Συλλ. Ἐπιγρ. 2335. 44. 3) παρατηρῶ μετ’ ἀκριβείας, αὐτόθι 6819. 18 4) καιροφυλακῶ, περιμένω εὐκαιρίαν, συντηροῦντα παίειν Πλουτ. Μάρκελλ. 12.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to preserve together: Pass., NTest.
2. to watch one's opportunity, Plut.

Chinese

原文音譯:sunthršw 尋-帖雷哦
詞類次數:動詞(4)
原文字根:共同-保存 相當於: (חָיָה‎) (נְטַר‎)
字義溯源:共同嚴密保存,存,保護,保全,保存,保持;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(τηρέω)=防守)組成,其中 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)
出現次數:總共(3);太(1);可(1);路(1)
譯字彙編
1) 存(1) 路2:19;
2) 曾保護(1) 可6:20;
3) 都保全了(1) 太9:17