σκιατροφέω

From LSJ
Revision as of 10:09, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῐᾱτροφέω Medium diacritics: σκιατροφέω Low diacritics: σκιατροφέω Capitals: ΣΚΙΑΤΡΟΦΕΩ
Transliteration A: skiatrophéō Transliteration B: skiatropheō Transliteration C: skiatrofeo Beta Code: skiatrofe/w

English (LSJ)

Ion. σκιητροφέω; Att.also σκιᾱτρᾰφέω (v. infr.): (σκιά, τρέφω):—
A rear in the shade or within doors, i.e. bring up tenderly, σκιατροφοῦντες [τὰ σώματα] Max.Tyr.28.3:—Pass., keep in the shade, shun heat and labour, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Hdt.6.12; μὴ σκιατραφούμενος Trag.Adesp.546.8 (v.l. -τροφ-); καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι X.Oec.4.2, cf. Muson.Fr.11p.59H. (-τροφ-, v.l. -τραφ-) ; ἐσκιατραφημένη (v.l. -τροφ-) σωμάτων ἕξις Plu.2.8d; ὁπλίτας ἐσκιατροφημένους Max.Tyr.30.7; of a plant, σκιατροφούμενος growing in the shade, Thphr. CP 2.7.4.
II intr. in Act., wear a shade, cover one's head, σκιητροφέουσι,.. τιάρας φορέοντες Hdt.3.12: hence also, like Pass., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς a rich effeminate man, opp. πένης ἡλιωμένος one who bears all the heat of the day, Pl.R. 556d.
III ἐσκιοτροφημένα f.l. for ἐσκιαγραφημένα in Suid.

German (Pape)

[Seite 898] ionisch σκιητροφέω, intrans., im Schatten erzogen werden, aufwachsen, d. i. im Hause, in der Stube, hinterm Ofen, bei sitzender Lebensart aufwachsen; dah. weichlich, ohne gehörige Abhärtung erzogen werden, eine weichliche Lebensart führen, Her. 3, 12, der eben so auch das pass. braucht, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο, 6, 12, sie lebten weichlich im Schatten; hier wie bei Plat. Rep. VIII, 556 d, πλουσίῳ ἐσκιατροφηκότι, ist v.l. σκιατραφέω, wie auch Xen. Oec. 4, 2 καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι sieht; Theophr. u. a. Sp. Vgl. Lob. Phryn. 578.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 tr. élever à l'ombre, càd à la maison, d'une manière trop sédentaire ou molle ; Pass. vivre mollement;
2 intr. vivre mollement.
Étymologie: σκιά, τροφή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκιατροφέω [σκιά, τρέφω] ook σκιατραφέω, Ion. σκιητροφέω in de schaduw opgroeien, in de schaduw leven ( overdr. voor een beschermd, lui leven leiden). πλούσιος ἐσκιατροφηκώς een rijke man die altijd een beschermd leventje had geleid Plat. Resp. 556d. in de schaduw houden:; σκιητροφέουσι ( τὰς κεφαλάς ) (de Perzen) houden ze (hun hoofden) in de schaduw Hdt. 3.12.4; med.. ἐσκιητροφέοντο ze hielden zich in de schaduw op Hdt. 6.12.4.

Russian (Dvoretsky)

σκιᾱτροφέω: ион. σκιητροφέω, атт. v.l. σκιᾱτρᾰφέω досл. держать или воспитывать в тени, перен. нежить, холить: σκιητροφέουσι (sc. τὰς κεφαλὰς) πίλους τιήρας φορέοντες Her. (египтяне) изнеживают себе головы, нося войлочные тиары; σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Her. разбив палатки, они наслаждались тенью; πλούσιος ἐσκιατροφηκώς Plat. изнеженный богач; ἐσκιατροφημένη σωμάτων ἕξις Plut. физическая изнеженность.

Greek Monotonic

σκῐᾱτροφέω: ή -τρᾰφέω, Ιων. σκιητροφέω, μέλ. -ήσω (τρέφω
I. ανατρέφω στη σκιά, δηλ. ανατρέφω κατ' οίκον, με τρυφή — Παθ., παραμένω συνεχώς στη σκιά, αποφεύγω τον ήλιο και τον μόχθο, διάγω καθιστική ζωή, σε Ηρόδ., Ξεν.
II. αμτβ. στην Ενεργ., φορώ στο κεφάλι μου σκιάδιο (κασκέτο), καλύπτω το κεφάλι μου, σε Ηρόδ.· ἐσκιατροφηκώς, λέγεται για θηλυπρεπή άντρα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκιᾱτροφέω: Ἰων. σκιητροφέω· παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως σκιᾱτρᾰφέω, ἴδε κατωτ. καὶ πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 578· (σκιά, τρέφω). Ἀνατρέφω ἐν τῇ σκιᾷ ἢ ἐντὸς τῆς οἰκίας, δηλ. ἀνατρέφω τρυφηλῶς, σκ. τὰ σώματα Μάξ. Τύρ. 28. 3. ― Παθ., μένω ἐν τῇ σκιᾷ συνεχῶς, ἀποφεύγω τὸν ἥλιον καὶ τὸν κόπον, σκηνὰς πηξάμενοι ἐσκιητροφέοντο Ἡρόδ. 6. 12· μὴ σκιατραφούμενος Ποιητὴς παρὰ Στοβ. 520. 38· καθῆσθαι καὶ σκιατραφεῖσθαι Ξεν. Οἰκ. 4, 2· ἐσκιατραφημένη σωμάτων ἕξις Πλούτ. 2. 8D· ἐπὶ φυτῶν, φύομαι καὶ αὐξάνομαι ἐν τῇ σκιᾷ, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 2. 7, 4. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., φορῶ καλύπτραν ἢ κουκοῦλαν, ἔχω τὴν κεφαλὴν κεκαλυμμένην, σκιητροφέουσι, ... τιάρας φορέοντες Ἡρόδ. 3. 12· ἐντεῦθεν καὶ ὡς τὸ παθητ., πλούσιος ἐσκιατροφηκώς, ἄνθρωπος πλούσιος καὶ ἐκτεθηλυμμένος, ἀντίθετον τῷ, πένης ἡλιωμένος, δηλ. πτωχὸς ἐκτεθειμένος ὅλην τὴν ἡμέραν εἰς τὸν ἥλιον, Πλάτ. Πόλ. 556D, πρβλ. Φαῖδρ. 23C, Pers. Sat. 4. 18, 33.

Middle Liddell

σκιᾱτροφέω, τρέφω
I. to rear in the shade:—Pass. to keep in the shade, shun heat and labour, Hdt., Xen.
II. intr. in Act. to wear a shade, cover one's head, Hdt.; ἐσκιατροφηκώς, of an effeminate man, Plat.