ἀνυστός
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
ἀνυστόν,
A to be accomplished, practicable, οὔκ ἐστ' ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν E.Heracl.961, cf. D.Chr.12.34; τί γὰρ μερόπεσσιν ἀ.; Opp.H.2.4: neut., ὡς ἀνυστόν [ἐστι], like ὡς δυνατόν, ὡς ἀ. κάλλιστα Diog.Apoll.3; ὡς ἀ. ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ Hp. Nat.Puer.29; σιγῇ ὡς ἀνυστόν = as silently as possible, X.An.1.8.11; ᾗ ἀ. μετριωτάτῳ Id.Lac.1.3; τὰ ἀνθρώπῳ ἀ. Arist.Fr.44.
2 of persons, able, ready, πρὸς λόγους Hp.Decent.3.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): tb. ἁνυστός X.An.1.8.11, Lac.1.3
I de abstr.
1 posible, realizable ἀνυστά περ ἀντιόωσαν A.R.3.717
•en constr. neg. οὐ γὰρ ἀνυστόν Parm.B 2.7, D.Chr.12.34, ἄλλως τε οὐκ ἀνυστόν de otra forma no es posible Hp.Septim.122.20
•c. inf. οὐ γὰρ ἀνυστὸν ... εἶναι Anaxag.B 5, Thgn.1195
•τί γὰρ μερόπεσσιν ἀνυστόν; Opp.H.2.4
• ὡς ἀνυστόν = lo más posible, en la medida posible Hp.Nat.Puer.29, σιγῇ ὡς ἀ. con el mayor silencio posible X.An.l.c., ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα Diog.Apoll.B 3, σίτῳ ᾗ ἀνυστὸν μετριωτάτῳ X.Lac.l.c.
•subst. μάλιστα τῶν ἀνυστῶν Democr.B 279, τὰ ἀνθρώπῳ ἀνυστά Arist.Fr.44.
2 accesible τοῦτο (μάθημα) ἀνυστὸν ἀνθρώπῳ S.E.M.1.9.
II de pers. capaz πρὸς λόγους Hp.Decent.3.
German (Pape)
[Seite 267] vollendet, thunlich, ὡς ἀνυστόν, so viel als möglich, Xen. An. 1, 8, 11; Arr. 1, 4, 10; Plut. Lyc. 29 u. sonst; οὐκ ἔστ' ἀνυστόν σοι, du kannst es nicht durchsetzen, Eur. Heracl. 961.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on peut accomplir : ὡς ἀνυστόν XÉN, ᾗ ἀνυστόν XÉN autant que possible.
Étymologie: ἀνύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυστός: исполнимый, достижимый Eur., Arst., Plut.: ὡς или ᾗ ἀνυστόν Xen. насколько возможно.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυστός: -όν, ὁ δυνάμενος νὰ γείνῃ, κατορθωτός, οὐκ ἔστ’ ἀνυστὸν τόνδε σοι κατακτανεῖν, δὲν εἶναι ἐπιτετραμμένον, Εὐρ. Ἡρακλ. 961· τὶ γὰρ μερόπεσσιν ἀνυστὸν νόσφι θεῶν; τὶ δύνανται νὰ κάμωσιν οἱ θνητοὶ χωρὶς τὸ θέλημα τοῦ θεοῦ; Ὀππ. Ἁλ. 2. 4: - οὐδ., ὡς ἀνυστόν [ἐστι], κατὰ τὸ δυνατόν, κατὰ δύναμιν, ὡς ἀνυστὸν κάλλιστα Διογ. Ἀπολλ. Ἀποσπ. 4· ὡς ἀνυστὸν ἀνθρωπίνῃ γνώμῃ Ἱππ. 245. 51· σιγῇ ὡς ἀν., ὡς οἷόν τε ἐν σιγῇ, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 11· ᾗ ἀν. μετριωτάτῳ ὁ αὐτ. Λακ. 1. 3· τὸ μετὰ τὸ ἄριστον... ἀνυστὸν Ἀριστ. Ἀποσπ. 40. 2) ἐπὶ προσώπων, ἱκανός, ἕτοιμος, πρὸς λόγους Ἱππ. 22. 53.
Greek Monolingual
ἀνυστός, -όν (Α) ανύω
1. κατορθωτός
2. επιτρεπόμενος
3. (το ουδ. με το ως) «ὡς ἀνυστόν» — κατά το δυνατόν
4. (για πρόσωπα) ικανός, έτοιμος.
Greek Monotonic
ἀνυστός: -όν (ἀνύω), κατορθωμένος, κατορθωτός, σε Ευρ.· ὡς ἀνυστόν, όπως το ὡς δυνατόν, σιγῇ ὡς ἀν., όσο πιο σιγά γίνεται, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἀνύω
to be accomplished, practicable, Eur.; ὡς ἀνυστόν, like ὡς δυνατόν, σιγῆι ὡς ἀν. as silently as possible, Xen.
English (Woodhouse)
Translations
practicable
Bulgarian: изпълним, осъществим; Dutch: doenbaar, uitvoerbaar, werkbaar; Irish: sodhéanta; Manx: so-yannoo; Romanian: practicabil; Spanish: realizable, alcanzable, factible, asequible, practicable
feasible
Belarusian: выканальны, магчымы; Bulgarian: изпълним, осъществим; Catalan: factible; Chinese Mandarin: 可行的, 可做的; Czech: uskutečnitelný, proveditelný, možný; Danish: mulig; Dutch: mogelijk, haalbaar, doenlijk; Esperanto: farebla; Finnish: toteuttamiskelpoinen, tehtävissä, mahdollinen; French: faisable; Galician: factible, factíbel, feitíbel, facedoiro; German: durchführbar, machbar, ausführbar, realisierbar, praktikabel, tunlich, erreichbar, angängig; Greek: εφικτός, πραγματοποιήσιμος, επιτεύξιμος, υλοποιήσιμος, πραγματώσιμος; Hebrew: בר ביצוע; Hungarian: megvalósítható, kivihető; Icelandic: mögulegt; Ido: facebla, exekutebla; Irish: féideartha, indéanta, sodhéanta; Italian: fattibile, realizzabile, eseguibile, futuribile, riuscibile, attuabile, effettuabile; Japanese: 実行できる, 実現可能な; Kurdish Northern Kurdish: gengaz, mimkin, pêkan; Malayalam: സാധ്യ, നടക്കാവുന്ന; Manx: yn-jannoo, cooilleentagh; Norman: faîthabl'ye; Norwegian Bokmål: mulig, gjennomførbar, gjennomførbart; Nynorsk: mogleg; Polish: możliwy, osiągalny, wykonalny; Portuguese: possível, factível, viável, fazível; Romanian: fezabil, facibil; Russian: возможный, выполнимый, исполнимый, осуществимый; Serbo-Croatian Cyrillic: изводљиво, пра̀ктично, примјенљиво, извѐдив; Roman: izvodljivo, pràktično, primjenljivo, izvèdiv; Slovene: izvedljivo; Spanish: factible, asequible, dable, viable, realizable, hacedero, agible, ejecutable; Swedish: genomförbar, möjlig; Turkish: kılgın, mümkün, olası, yapılabilir; Ukrainian: здійсненний, здійснимий, можливий