τεχνιτεύω
English (LSJ)
A make or produce artificially, fabricate, μεταφορὰς ἀπὸ τῶν φυτῶν Phld.Rh.1.171 S. (prob.); εἰκόνα Ph.1.35, cf. 374 (Pass.); λεξείδια Jul.Mis.345b; τ. τοῦτο treat it secundum artem, Olymp.Alch.p.98 B.; θάλπος Max. Tyr.36.5, etc.: in bad sense, pervert by art, δεινὸς τ. λόγους ἐπὶ τὰ πονηρότερα D.H. Is.4.
II intr., use art or cunning, περί τι S.E.M.2.64,88, cf. Muson.Fr.18Ap.97 H.: c. inf., J.AJ5.8.11.
German (Pape)
[Seite 1103] trans., künstlich od. listig machen, einrichten; τὴν μαντικήν, die Wahrsagerei als Kunst od. Gewerbe treiben, Clem. Alex.; vgl. S. Emp. adv. rhett. 64. – Auch = künstlich od. listig handeln, Lob. Phryn. 443.
Russian (Dvoretsky)
τεχνῑτεύω: ухищряться, проявлять изобретательность (περί τινος Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
τεχνῑτεύω: κατασκευάζω τεχνητῶς, Κλήμ. Ἀλ. 662· θάλπος Μάξ. Τύρ., κλπ. ― ἐπὶ κακῆς σημασίας, διὰ τεχνασμάτων διαστρέφω, δεινὸς τ. λόγους ἐπὶ τὰ πονηρότερα Διον. Ἁλ. π. Ἰσαί. 4. ΙΙ. ἀμεταβ., ποιοῦμαι χρῆσιν τεχνασμάτων, περί τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 64, 88 μετ’ ἀπαρ., Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 5. 8, 11.
Greek Monolingual
Α τεχνίτης
1. κατασκευάζω με τεχνικό τρόπο («εἰκόνα τεχνιτεύειν», Φίλ.)
2. κάνω χρήση τεχνασμάτων («ἐτεχνίτευε τινὶ τρόπῳ προέχειν», Ιώσ.)
3. χρησιμοποιώ δεύτερης ποιότητας τέχνη
4. διαστρέφω με τεχνάσματα («δεινὸς ἀνὴρ τεχνιτεῦσαι λόγους», Διον. Αλ.).