ἀκτέον
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
(ἄγω)
A one must lead, Pl.R. 467e, etc.; one must treat, τινὰς τρυφερώτερον Sor.2.9; one must bring, εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit. 3.
2 εἰρήνην ἀκτέον one must keep peace, And.3.40, D.8.5.
II one must go, march, X.HG6.4.5.
III Adj., ἀκτέος, α, ον, to be drawn, γραμμαί Gal.16.406; to be led away, ἐπὶ τὸ κολασθῆναι D.23 Arg.2.3.
Spanish (DGE)
1 hay que llevar τινὰς ἐπὶ τὴν θείαν Pl.R.467e
•hay que traer τοῦτο ... εἰς ὑπόμνησιν Apollon.Cit.3.29
•intr. c. sent. hostil hay que atacar ἐπὶ τοὺς ἄνδρας X.HG 6.4.5.
2 hay que mantener εἰρήνην And.3.40, D.8.5.
3 medic. hay que tratar τινὰς τρυφερώτερον Sor.98.29.
Russian (Dvoretsky)
ἀκτέον: adj. verb. κ ἄγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἄγω, πρέπει τις να ἄγη, ὁδηγῆ, Πλάτ. Πολ. 467Ε, κτλ.· εἰρήνην ἀκτέον, πρέπει τις νά τηρῇ εἰρήνην, Ἀνδοκ. 28. 28, Δημ. 91.11. ΙΙ. πρέπει νὰ ὑπάγῃ τις ἢ νὰ ἐλάσῃ, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 5.
Greek Monotonic
ἀκτέον: ρημ. επίθ. του ἄγω,
I. αυτό που πρέπει κάποιος να οδηγεί, σε Πλάτ. κ.λπ.· εἰρήνην ἀκτέον, κάποιος πρέπει να διαφυλάσσει την ειρήνη, σε Δημ.
II. αυτό στο οποίο πρέπει κάποιος να πάει ή να οδεύσει, να προχωρήσει, σε Ξεν.