εὔεικτος

From LSJ
Revision as of 10:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔεικτος Medium diacritics: εὔεικτος Low diacritics: εύεικτος Capitals: ΕΥΕΙΚΤΟΣ
Transliteration A: eúeiktos Transliteration B: eueiktos Transliteration C: eyeiktos Beta Code: eu)/eiktos

English (LSJ)

εὔεικτον, pliant, tractable, D.C.69.20 (Zonar., εὔοικτος (q.v.) codd.); soft, yielding, τὰ εὔεικτα Alex.Aphr.Pr.2.23, cf. Heraclit.All.51 (εὔθικτος codd.); of abscesses, Paul.Aeg.4.18: Comp. -ότερος, Glossaria on λειότερος, Sch.Orib.49.3.5. Adv. εὐείκτως (εὐεικτῶς cod.) f.l. for εὐεκτικῶς, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1063] leicht nachgebend, fügsam, D. Cass. 69, 20 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εὔεικτος: -ον, ὁ ῥᾳδίως εἴκων, εὐπειθής, Δίων Κ. 69. 20. Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 23. - Ἐπίρρ. εὐείκτως, εὐπειθῶς, Κλήμ. Ρώμης 1. 37.

Greek Monolingual

εὔεικτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που υπακούει εύκολα, ο ευπειθής, ο πειθήνιος
2. αυτός που υποχωρεί εύκολα, ο μαλακός, ο ενδοτικός
μσν.
1. αυτός που μεταβάλλεται εύκολα («λόγον εὔεικτον εἰς σαφήνειαν», Μάξ. Ομολ.)
2. (για αποστήματα) αυτός που υποχωρεί εύκολα
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔεικτον
η υποχωρητικότητα.
επίρρ...
εὐείκτως (ΑΜ)
υπάκουα, πρόθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εικτός (< είκω «υποχωρώ, υπακούω»)].