αὐτάγρετος

Revision as of 10:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

αὐτάγρετον, (ἀγρέω) poet. for αὐθαίρετος,
A self-chosen, left to one's choice, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι Od.16.148; σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι h.Merc.474.
2 taken by one's own hands or exertions, A.R.4.231.
II Act., choosing freely, Semon.1.19, Opp.H.5.588.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de abstr. escogido por uno mismo εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι Od.16.148, σοὶ δ' αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι tú puedes elegir el aprender, h.Merc.474, θάνατος Neoptol.8, τιμή Nonn.Par.Eu.Io.19.11.
2 de pers. tomado por la propia mano κούρη A.R.4.231.
II de pers. que escoge voluntariamente οἳ δ' ... καὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος Semon.2.19, χεῖρας ἐς ἰχθυβόλων αὐ. ἀντήσασα el delfín, Opp.H.5.588.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prenable au gré de chacun, laissé à la discrétion de chacun.
Étymologie: αὐτός, ἀγρέω ; poét. p. αὐθαίρετος.

German (Pape)

1 selbst gewählt, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσιν, wenn alles in ihre freie Wahl gestellt wäre, Od. 16.148; vgl. Ap.Rh. 2.326; mit folgendem inf., H.h. Merc. 474; selbst, mit eigenen Händen gefangen, Ap.Rh. 4.231.
2 selbst wählend, freiwillig, αὐτάγρετοι λείπουσιν ἡλίου φάος Simonid. frg.; Opp. H. 5.588.

Russian (Dvoretsky)

αὐτάγρετος: предоставленный на выбор (τινι Hom., HH).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ποιητ. ἀντὶ τοῦ αὐθαίρετος, ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασίᾳ, εἰ γάρ πως εἴη αὐτάγρετα πάντα βροτοῖσι, πρῶτόν κεν τοῦ πατρὸς ἑλοίμεθα νόστιμον ἦμαρ, «τουτέστιν, εἴπερ αὐθαίρετα ἢ μᾶλλον αὐτόθεν ἀγειρόμενα ἢ άγρευόμενα καὶ πάραυτα γινόμενα ἦν τοῖς ἀνθρώποις πάντα τὰ πράγματα, πρῶτον ἂν τὸν τοῦ Ὀδυσσέως εἱλόμεθα νόστον» (Εὐστ.), Ὀδ. Π. 148· σοί δ’ αὐτάγρετόν ἐστι δαήμεναι, εἶναι εἰς τὴν ἐξουσίαν σου, ἐξαρτᾶται ἀπὸ σοῦ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 474. 2) ὁ ἰδίαις χερσί τινος ἀγρευθείς, εἰ μὴ κούρην αὐτάγρετον... ἄξουσιν Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 231. ΙΙ. ἐνεργητ. λαμβάνων ἢ ἐκλέγων ἐλευθέρως, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 1. 19, Ὀππ. Ἁλ. 5. 588.

English (Autenrieth)

(αὐτός, ἀγρέω): selftaken, attainable, ‘if men could have every wish,’ Od. 16.148†.

Greek Monolingual

αὐτάγρετος, -ον (Α)
1. αυτοπροαίρετος, εκούσιος
2. εκείνος τον οποίο έχει πιάσει κάποιος με τα ίδια του τα χέρια
3. αυτός που εκλέγει ελεύθερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. αυτ(ο)- + αγρετός < αγρώ (-έω) «πιάνω, καταλαμβάνω»].

Greek Monotonic

αὐτάγρετος: -ον (ἀγρέω), αυτός που έχει επιλέξει τον εαυτό του, που αφήνεται στη δική του επιλογή, αυθαίρετος, σε Ομήρ. Οδ., Ομηρ. Ύμν.

Middle Liddell

ἀγρέω
self-chosen, left to one's choice, Od., Hhymn.