θηλύτης
αἰὼν παῖς ἐστι παίζων, πεσσεύων∙ παιδός η βασιληίη → time is a child playing draughts; the kingship is a child's | a life-time is a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | a whole human life-time is nothing but a child playing, playing checkers: the kingship belongs to a child | lifetime is a child at play, moving pieces in a game; kingship belongs to the child
English (LSJ)
-ητος, ἡ, (θῆλυς)
A womanhood, female nature, Arist.GA 775a16; sexual characters of the female, Gal.4.570.
2 womanishness, delicacy, Corn.ND20, Plu.Crass.32; ἡ θ. τοῦ κάλλους the womanish nature of... ib. 24; also, effeminacy, ἐσθήτων Id.Alc.16 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1208] ητος, ἡ, die Natur des Weibes, Arist. gen. an. 4, 6. – Weibische Weichlichkeit, Sp., wie Plut.; auch im plur., ἐσθήτων Alcib. 16.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
1 nature efféminée, habitudes de mollesse;
2 caractère efféminé (d'un genre de beauté, de vêtements).
Étymologie: θῆλυς.
Russian (Dvoretsky)
θηλύτης: ητος (ῠ) ἠ
1 женские свойства, женская природа (ἡ φύσις τῆς θηλύτητος Arst.);
2 женский пол (φυτῶν Arst.);
3 женственность, изящество, мягкость (τοῦ κάλλους Plut.);
4 изнеженность, женский характер (θ. καὶ ἀκολασία Plut.): ἡ τῶν ἐσθήτων θ. Plut. женский покрой платья.
Greek (Liddell-Scott)
θηλύτης: -ητος, ἡ, (θῆλυς) θήλεια φύσις, ἀντίθετον τῷ ἀρρενότης, Ἀριστ. Γεν. Ζ. 4. 6, 11. β) ἐπὶ φυτῶν, ὁ αὐτ. Φυτ. 1. 2, 8. 2) γυναικεῖος τρόπος, λεπτότης, Πλούτ. Κράσσ. 32· ἡ θηλ. τοῦ κάλλους, ἡ γυναικώδης φύσις τοῦ..., αὐτόθι 24· ὡσαύτως, θηλυπρέπεια, ἐσθήτων ὁ αὐτ. Ἀλκιβ. 16, κτλ.
Greek Monotonic
θηλύτης: -ητος, ἡ (θῆλυς), γυναικεία φύση, θηλυπρέπεια, λεπτότητα, ευγένεια, κομψότητα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
θηλύτης, ητος, θῆλυς
womanishness, delicacy, effeminacy, Plut.