θυιάς

From LSJ
Revision as of 10:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θυιάς Medium diacritics: θυιάς Low diacritics: θυιάς Capitals: ΘΥΙΑΣ
Transliteration A: thyiás Transliteration B: thuias Transliteration C: thyias Beta Code: quia/s

English (LSJ)

θυιάδος, ἡ:—written θυάς Tim.Fr.3, A.Th.498 cod. Med.: (θύω):—
A inspired, possessed woman, esp. Bacchante, ll. cc., cf. A.Th. 836, Supp.564 (both lyr.), Plu.2.293f, etc.; cf. Θυῖαι
II fem. Adj., frantic, mad for love, Lyc.143.

German (Pape)

[Seite 1222] άδος, ἡ, auch θυϊάς geschrieben, aber θυάς ist eine fehlerhafte Form; die Rasende, Bacchantinn, Aesch. Spt. 480. 818; öfter Plat.; als adj. fem., z. B. ἑορτή, das Bacchusfest, Nonn.; λύσσα Christodor. Ecphr. 39.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
transportée de délire bachique, inspirée ; furieuse comme une bacchante ; ἡ θυιάς bacchante.
Étymologie: cf. θυάς.

Greek (Liddell-Scott)

θυιάς: -άδος, ἡ· συχνάκις ἐσφαλμένως γραφόμενον: θυάς, Βεντλέϋος εἰς Ὀρ. ᾨδ. 2. 19, 9, Βλωμφ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 498· (θύω)· - γυνὴ μαινομένη ἢ θεόπνευστος, ἰδίως μαινάς, Βάκχη, αὐτόθι 498, 836, Ἱκέτ. 564, Πλούτ. 2. 293F, κτλ· πρβλ. Θυῖαι. ΙΙ. ὡς θηλ. ἐπίθ. ἑορτὴ Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. β΄, 113. 2) μαινόμενος, ἐμμανὴς ἐξ ἔρωτος, ἐρωτόληπτος, Λυκόφρ. 143· σπανιώτερον ὡς ἀρσ. κατὰ τὸν Ἰακώψ. ἐν Δελφ. Ἐπιγρ. 4. 45.

Greek Monolingual

θυάς και διάφ. γρφ. θυάς, -άδος, ἡ (ΑΜ) [θύω (ΙΙ)]
μσν.
επίθεση, έφοδος, προσβολή
αρχ.
1. γυναίκα μαινόμενη ή θεόπνευστη («μαινόμενα... οδύναις κεντροδαλήτισι θυιὰς Ἥρας», φρενοκρουσμένη από τους πόνους που της προκαλούν τα κεντρίσματα της Ήρας μαινάδα, Αισχύλ.)
2. ως κύρ. όν. αἱ Θυιάδες ή Θυιάδες
οι Μαινάδες, οι Βάκχες («Θυάδες
αἱ Βάκχαι, παρὰ τὸ θύω, τὸ ὁρμῶ, καὶ πλεονασμῷ τοῦ ι Θυιάδες», Ε.Μ.)
3. (ως επίθ. θηλ. και σπαν. σε επιγρ. ως αρσ.) γυναίκα ερωτόληπτη, ερωτομανής.

Greek Monotonic

θυιάς: -άδος, ἡ (θύω), γυναίκα σε ιερή μανία ή έμπνευση, Βάκχα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

θυιάς, άδος, [θύω]
a mad or inspired woman, a Bacchante, Aesch.