ἀπαμείβομαι
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
English (LSJ)
fut. -ψομαι: aor. ἀπημείφθην X.An.2.5.15: plpf. ἀπάμειπτο AP14.2, Nonn. D. 8.165:—reply, answer, freq. in Hom., but always with a second more definite Verb, as ἀπαμειβόμενος προσέφη Il.1.84, al.; ἀπαμείβετς φώνησέν τε 20.199, al.; ὧδε ἀ. X. l.c.; τινά Theoc.8.8.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰμείβομαι)
contestar, responder ἀπαμειβόμενος προσέφη Il.1.84, 5.814, cf. Stesich.11.2S., ἀπαμείβετο φώνησέν τε Il.20.199, Od.7.298, 308, τοιῷδ' ἀπαμείβετο μύθῳ Theoc.8.8, ὃς δ' ἀπάμειπτο AP 14.3. ὧδε ἀπημείφθη X.An.2.5.15, cf. Nonn.D.8.165.
German (Pape)
[Seite 277] dep. pass., ἀπημείφθην Xen. An. 2, 5, 15, ἀπάμειπτο probl. arith. 2. 42 (XIV, 3. 4), erwidern, antworten; bei Hom. in den Formen ἀπαμείβετο (nicht selten), ἀπαμειβόμενος (sehr oft), ἀπαμειβόμενοι Od. 9, 409, ἀπαμειβόμενον neutr. Od. 4, 824. 835.
French (Bailly abrégé)
prendre la parole à son tour, répondre ; τὸν δ' ἀπαμειβόμενος προσέφη IL, OD prenant la parole à son tour, il lui dit.
Étymologie: ἀπό, ἀμείβομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαμείβομαι: (aor. ἀπημείφθην, 3 л. sing. ppf. ἀπάμειπτο) заявлять в ответ, отвечать (ἀπαμειβόμενος προσέφη Hom.; ὧδε ἀπημείφθη Xen.; ἀ. τινα τοιῷδε μύθῳ Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰμείβομαι: ἀόρ. ἀπημείφθην Ξεν. Ἀν. 2. 5, 15: ὑπερσυντ. ἀπάμειπτο Ἀνθ. Π. 14. 3: ἀποθ.: ― ἀποκρίνομαι, ἀπαντῶ, συνηθέστατον παρ, Ὁμ., ἀλλ’ ἀεὶ μεθ’ ἑτέρου ἐμφατικωτέρου ῥήματος, ὡς ἀπαμειβόμενος προσέφη ἢ ἀπαμείβετο φώνησέν τε· οὕτω, Τισσαφέρνης δὲ ὧδε ἀπημείφθη, δηλ. ἀπεκρίνατο, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., τινὰ Θεόκρ. 8. 8.
English (Autenrieth)
answer, reply; esp., ἀπαμειβόμενος προσέφη (προσεφώνεε), and ἀπαμείβετο φώνησέν τε. In different connection, Od. 8.158.
Greek Monolingual
ἀπαμείβομαι (Α)
απαντώ, αποκρίνομαι.
Greek Monotonic
ἀπᾰμείβομαι: μέλ. -ψομαι, αόρ. αʹ ἀπημείφθην· γʹ ενικ. υπερσ. ἀπάμειπτο· αποθ., αποκρίνομαι, απαντώ, σε Όμηρ.