προσκτίζω

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκτίζω Medium diacritics: προσκτίζω Low diacritics: προσκτίζω Capitals: ΠΡΟΣΚΤΙΖΩ
Transliteration A: prosktízō Transliteration B: prosktizō Transliteration C: prosktizo Beta Code: proskti/zw

English (LSJ)

build or found besides, αὐτοῖς ἄλλην πόλιν Str.3.5.3; τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ Id.9.2.3:—Pass., J.BJ5.4.2; ὄρει ib.3.7.7; τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο the two additional festivaldays founded in his honour, Sammelb.7457.39 (Ptolemaic).

German (Pape)

[Seite 771] noch dazu bauen, gründen; Strab. 3, 5, 3; Tzetz. ad Lycophr. 838.

French (Bailly abrégé)

fonder en outre.
Étymologie: πρός, κτίζω.

Greek (Liddell-Scott)

προσκτίζω: κτίζω προσέτι, πόλιν Στράβ. 169˙ τὰς Θήβας τῇ Καδμείᾳ ὁ αὐτ. 401.

Greek Monolingual

Α
κτίζω
1. κτίζω ή ιδρύω επί πλέον («πόλιν δὲ... ᾤκουν παντάπασι μικράν, προσέκτισε δὲ αὐτοῖς... ἄλλην ἣν νέαν καλοῦσιν», Στράβ.)
2. παθ. προσκτίζομαι
καθιερώνομαι επί πλέον («τῶν προσεκτισμένων αὐτοῦ ἄλλων ἡμερῶν δύο», πάπ.).

Greek Monotonic

προσκτίζω: μέλ. -σω, χτίζω ή ιδρύω επιπλέον, πόλιν, σε Στράβ.

Middle Liddell

fut. σω
to build or found besides, πόλιν Strab.