ὑποκείρω
English (LSJ)
A cut off below, μύες.. τοὺς στάχυς.. ὑποκείροντες Ael.NA 6.41, cf. 17.17.
2 cut off, take away, Ph.1.327.
II metaph., ὑ. τοὺς χρεώστας tear, mangle them, Plu.2.829a.
German (Pape)
[Seite 1220] von unten abschneiden, allmälig zerfleischen; Plut. de vit. aer. al. 4; ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυας καὶ ὑποκείροντες Ael. H. A. 6, 41.
French (Bailly abrégé)
1 tondre ou rogner en dessous;
2 ronger secrètement ou peu à peu, acc..
Étymologie: ὑπό, κείρω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκείρω: постепенно обгладывать, растерзывать (τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκείρω: κείρω κάτωθεν, ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυς καὶ ὑποκείροντες Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 41˙ τὰ λήϊα ὑποκείρουσι 17. 17. ΙΙ. μεταφορ., γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας, «γδέρνουσι» τούς..., Πλούτ. 2. 829Α. 2) ἀφαιρῶ, ὡς ὑποκεῖραι πολλὰ τῶν πρὸς εὔπλοιαν συνεργούντων Φίλων 1. 327, 16.
Greek Monolingual
Α
1. κόβω αποκάτω
2. αποκόπτω αποκάτω
3. μτφ. α) κατακρεουργώ, ξεσκίζω («γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας», Πλούτ.)
β) αφαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κείρω «κόβω τα μαλλιά»].