ὑποκείρω

From LSJ
Revision as of 10:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποκείρω Medium diacritics: ὑποκείρω Low diacritics: υποκείρω Capitals: ΥΠΟΚΕΙΡΩ
Transliteration A: hypokeírō Transliteration B: hypokeirō Transliteration C: ypokeiro Beta Code: u(pokei/rw

English (LSJ)

A cut off below, μύες.. τοὺς στάχυς.. ὑποκείροντες Ael.NA 6.41, cf. 17.17.
2 cut off, take away, Ph.1.327.
II metaph., ὑ. τοὺς χρεώστας tear, mangle them, Plu.2.829a.

German (Pape)

[Seite 1220] von unten abschneiden, allmälig zerfleischen; Plut. de vit. aer. al. 4; ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυας καὶ ὑποκείροντες Ael. H. A. 6, 41.

French (Bailly abrégé)

1 tondre ou rogner en dessous;
2 ronger secrètement ou peu à peu, acc..
Étymologie: ὑπό, κείρω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποκείρω: постепенно обгладывать, растерзывать (τινά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποκείρω: κείρω κάτωθεν, ὑποτέμνοντες τοὺς στάχυς καὶ ὑποκείροντες Αἰλ. περὶ Ζ. 6. 41˙ τὰ λήϊα ὑποκείρουσι 17. 17. ΙΙ. μεταφορ., γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας, «γδέρνουσι» τούς..., Πλούτ. 2. 829Α. 2) ἀφαιρῶ, ὡς ὑποκεῖραι πολλὰ τῶν πρὸς εὔπλοιαν συνεργούντων Φίλων 1. 327, 16.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω αποκάτω
2. αποκόπτω αποκάτω
3. μτφ. α) κατακρεουργώ, ξεσκίζω («γυπῶν δίκην... ὑποκείρουσι τοὺς χρεώστας», Πλούτ.)
β) αφαιρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + κείρω «κόβω τα μαλλιά»].