αἰόλλω

From LSJ
Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δύστανοι καὶ πολύμοχθοι ματέρες Ἅιδᾳ τίκτουσαι τέκναwretched and much-enduring mothers, giving birth to children for Hades

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰόλλω Medium diacritics: αἰόλλω Low diacritics: αιόλλω Capitals: ΑΙΟΛΛΩ
Transliteration A: aióllō Transliteration B: aiollō Transliteration C: aiollo Beta Code: ai)o/llw

English (LSJ)

only pres.,
A to shift rapidly to and fro, ὡς δ' ὅτε γαστέρ' ἀνὴρ… αἰόλλῃ Od.20.27.
II variegate, Nic.Th.155:—Pass., shift colour, ὄμφακες αἰόλλονται Hes.Sc.399.

Spanish (DGE)

I 1mover, dar vueltas a un asado sobre el fuego Od.20.27, cf. Eust.1881.54, por confusión c. ἐόλει (s.u. εἴλω), Pi.P.4.233 (cód.), Sch.Pi.P.4.414b.
2 decorar con variados colores Nic.Th.155.
II en v. med. enverar, ennegrecer al madurar ὄμφακες Hes.Sc.399.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
agiter vivement en tous sens, faire tourner.
Étymologie: αἰόλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἰόλλω αἰόλος snel bewegen.

German (Pape)

(entst. aus *αἰόλjω),
1 schnell hin- und herbewegen, Od. 20.27 (ἅπαξ εἰρημ.).
2 bunt machen, Nic. Th. 154; med. ὄμφακες αἰόλλονται, die Trauben färben sich, Hes. Sc. 399.

Russian (Dvoretsky)

αἰόλλω:
1 поворачивать (на огне), обжаривать (γαστέρα ἔνθα καὶ ἔνθα Hom.);
2 med.-pass. становиться пестрым, окрашиваться (ὄμφακες αἰόλλονται Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

αἰόλλω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, στρέφω παντοιοτρόπως, ποικίλως, τῇδε κἀκεῖσαι, ὡς δ’ ὅτε γαστέρ’ ἀνὴρ... αἰόλλῃ, Ὀδ. Υ. 27· (περὶ τοῦ παρὰ Πινδ. Π. 4. 414 ἴδε ἐν λέξ. ἐόλει). ΙΙ. ποικίλλω, Νικ. Θ. 155: - Παθ. μεταβάλλω χρῶμα, ὄμφακες αἰόλλονται = αἱ ἄωροι σταφυλαὶ ἄρχονται περκάζουσαι, ν’ ἀλλάσσωσι χρῶμα καὶ νὰ ὡριμάζωσιν, Ἡσ. Ἀσπ. 399· πρβλ. Βουττμ. Λεξίλ. ἐν λ. αἰόλος, 10.

English (Autenrieth)

(αἰόλος): turn quickly; ἔνθα καὶ ἔνθα, Od. 20.27†.

Greek Monotonic

αἰόλλω: (αἰόλος), μόνο σε ενεστ., κινώ κάτι με ταχύτητα μπρος πίσω, στρέφω κάτι παντοιοτρόπως, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., αλλάζω χρώμα, λέγεται για σταφύλια, ὄμφακες αἰόλλονται, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

αἰόλος
to shift rapidly to and fro, Od.:—Pass. to shift colour, of grapes, Hes.