καλαμίνθη
Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub
English (LSJ)
(so Hsch., but καλαμίνθα (catmint, catnip, catwort) Philum.Ven.7.9, 14.6, Phot.), ἡ, = καλάμινθος, Ar.Ec.648 (gen. sg.), Thphr. CP 2.16.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1307] ἡ, = Folgdm; Ar. Eccl. 648; Arist. plant. 1, 7.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
calament, plante aromatique.
Étymologie: DELG évoque κάλαμος et μίνθη, mais 3 hypothèses en concurrence.
Greek Monolingual
η (Α καλαμίνθη)
βοτ. είδος αρωματικού φυτού, κν. καλαμίθρα, μέντα
νεοελλ.
1. βοτ. γένος φυτών της οικογένειας χειλανθή
2. φρ. «καλαμίνθης έλαιον»
(φαρμ.) αιθέριο έλαιο που περιέχεται στο φυτό καλαμίνθη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. με τους τ. κάλαμος και μίνθη «μέντα» παρέχει τις εξής δυνατότητες ετυμολογήσεώς της: είτε προήλθε με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία) από τον αμάρτυρο τ. καλαμομίνθη, είτε με προσθήκη του προελληνικού επιθήματος -ινθ- (πρβλ. ερέβινθος) στον τ. κάλαμος, είτε, τέλος, αποτελεί δάνεια λ. σε -ινθ- σχηματισμένη κατά το κάλαμος].
Russian (Dvoretsky)
κᾰλᾰμίνθη: ης ἡ каламинт, кошачья мята (Nepeta cataria или Melissa altissima) Arph., Arst.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλαμίνθη -ης, ἡ [κάλαμος, μίνθη] munt (kruid).
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: name of a good-smelling plant (Hp., Ar., Arist.)
Other forms: -μινθα (Philum. Ven., Phot.), -μινθος (Nic. Th. 60)
Derivatives: - καλαμινθίνη id. (medic.; after ῥητίνη etc., Chantraine Formation 204), καλαμινθίτης (οἶνος; Dsc., Redard Les noms grecs en -της 97), καλαμινθώδης full of κ. (Str., Apollon. Lex.). Καλαμίνθιος name of a frog (Batr. 224).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. The formal agreement with κάλαμος, and μίνθη does not give a conclusion. Not convincing is an original *καλαμο-μίνθη with dissimilation (G. Meyer Gr.3 393) Also hypothetical remain both a derivation καλάμ-ινθος (Schwyzer 526) as the assumption of a foreign word with popular adaptation to κάλαμος (and μίνθη). Cf. Chantraine Formation 370. Anyhow, a Pre-Greek word is most probable.
Frisk Etymology German
καλαμίνθη: (Hp., Ar., Arist., Dsk. u. a.),
{kalamínthē}
Forms: -μινθα (Philum. Ven., Phot.; vgl. zu μίνθη), -μινθος (Nik. Th. 60)
Grammar: f.
Meaning: N. einer wohlriechenden Pflanze.
Derivative: Davon καλαμινθίνη ib. (Mediz.; nach ῥητίνη u. a., Chantraine Formation 204), καλαμινθίτης (οἶνος; Dsk., Redard Les noms grecs en -της 97), καλαμινθώδης ‘voll von κ.’ (Str., Apollon. Lex.), Καλαμίνθιος N. eines Froschs (Batr. 224).
Etymology: Unklar. Der formale Anklang einerseits an κάλαμος, anderseits an μίνθη läßt keine sicheren Schlüsse zu. Am wenigsten für sich hat die Ansetzung eines urspr. *καλαμομίνθη mit Silbendissimilation (G. Meyer Gr.3 393); hypothetisch bleiben indessen auch sowohl eine Ableitung καλάμινθος (Schwyzer 526) wie die Annahme eines Fremdworts mit volkstümlicher Angleichung an κάλαμος (und μίνθη). Vgl. Chantraine Formation 370.
Page 1,760