προσουρέω

From LSJ
Revision as of 10:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσουρέω Medium diacritics: προσουρέω Low diacritics: προσουρέω Capitals: ΠΡΟΣΟΥΡΕΩ
Transliteration A: prosouréō Transliteration B: prosoureō Transliteration C: prosoureo Beta Code: prosoure/w

English (LSJ)

make water upon, προσεούρουν [τινί] D.54.4, cf. Arist. Mir.845a33, Theophrastus Fragmenta 175: metaph., π. τῇ τραγῳδίᾳ trifle with it, Ar. Ra.95, cf. Porph.Abst.3.14.

German (Pape)

[Seite 775] (s. οὐρέω), anpissen; προσεούρουν, Dem. 54, 4; D. L. 6, 46; τινί, Babr. 48, 7; komisch sagt Ar. Ran. 95 ἢν μόνον χορὸν λάβῃ ἅπαξ προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, wo wir etwa sagen könnten »die Tragödie nothzüchtigen« (Droysen »wenn er die Tragödie angegeilt«), und der Schol., es von οὖρος ableitend, fälschlich εὐθυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα erklärt, aber auch das Richtigere giebt, τὸ βραχύν τινα χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λήρων ἐκχέαντα τῇ τραγωδίᾳ. Es bildet den Gegensatz zu γόνιμος ποιητής.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
pisser contre ou sur, τινι.
Étymologie: πρός, οὐρέω¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ουρέω aanpissen tegen, met dat.; overdr.. τῇ τραγῳδίᾳ tegen de tragedie aanpissen Aristoph. Ran. 95.

Russian (Dvoretsky)

προσουρέω: испускать мочу (τινι Dem., Arph., Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

προσουρέω: κατουρῶ πλησίον ἢ ἐπί τινος, προσεούρουν τινὶ Δημ. 1257. 18, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 146, Θεοφρ. Αποσπ. 175· μεταφορ., προσουρήσαντα τῇ τραγῳδίᾳ, «βραχὺν χρόνον διατρίψαντα καὶ τῶν αὐτῶν λύρων ἐκχέαντα τῇ τραγῳδίᾳ, ἢ εὐθυδρομήσαντα, εὐδοκιμήσαντα, ἐν τραγῳδίας δράματι ἐπαινεθέντα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 95.

Greek Monotonic

προσουρέω: παρατ. -εούρουν, μέλ. -ήσω· κατουρώ πάνω σε κάτι, τινί, σε Δημ.· μεταφ., προσουρέω τῇ τραγῳδίᾳ, δηλ. παίζω με αυτή, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

imperf. -εούρουν fut. ήσω
to make water upon, τινί Dem.; metaph., πρ. τῇ τραγῳδίᾳ, i. e. to trifle with it, Ar.