ἁπτέον
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
(ἅπτομαι) one must cling to a thing, bestow pains upon it, μουσικῆς Pl.R. 377a, cf. Epicur.Fr.461; one must partake of, πλακοῦντος Alex.250, cf. Gal.11.371, Porph.Abst.2.44.
Spanish (DGE)
hay que dedicarse a μουσικῆς Pl.R.377a
•hay que tomar parte de o en πλακοῦντος Alex.250, τῶν ἄλλων ἀκροδρύων Gal.11.371, ἐν ταῖς ἀποτροπαίοις θυσίαις τῶν θυομένων Porph.Abst.2.44.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἅπτομαι, πρέπει τις νὰ ἐπιδοθῇ, νὰ ἀφιερωθῇ εἴς τι, μουσικῆς Πλάτ. Πολ. 377Α· «νὰ βάλῃ χέρι», ν’ ἀρχίσῃ νὰ τρώγῃ, πλακοῦντος Ἄλεξις ἐν «Φιλίσκω» 1.