Ἑρμόπαν
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
ᾱνος, ὁ, Hermopan, a deity partaking of the attributes of Hermes and Pan, Hdn.Gr.1.13, Porph. ap. Eus.PE3.11: a Hermes-Heracles-Pan statue is described (but not named) in APl.4.234 (Phld.).
Greek (Liddell-Scott)
Ἑρμόπᾱν: ὁ, ἴδε Ἑρμαθήνη.
Greek Monolingual
Ἑρμόπαν, ὁ (Α)
θεότητα που είχε τις ιδιότητες του Ερμή και του Πανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. Ερμ.- του Ερμής + συνδετικό φωνήεν -ο + Παν].