ποικιλόφωνος

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόφωνος Medium diacritics: ποικιλόφωνος Low diacritics: ποικιλόφωνος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΦΩΝΟΣ
Transliteration A: poikilóphōnos Transliteration B: poikilophōnos Transliteration C: poikilofonos Beta Code: poikilo/fwnos

English (LSJ)

ποικιλόφωνον, with varied tones, στίχα λαιμῶν Nonn. D. 2.510; ἀηδών Tz.ad Hes. Op.201; κιθάρα Sch.Pi.O.3.11: metaph., = ποικιλόμυθος, Clearch. 26.

German (Pape)

[Seite 650] von mannichfacher, kunstreicher Stimme, mannichfach singend, tönend; Ath. VI, 258 a; = ποικιλόμυθος, Schol. Pind. Ol. 3, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόφωνος: -ον, ὁ ποικίλως φωνῶν, ὁ ἔχων ποικίλην φωνήν, ἀηδὼν Τζέτζ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 201: ― μεταφ., = ποικιλόμυθος, Ἀθήν. 258Α.

Greek Monolingual

–η, -ο / ποικιλόφωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που μιλάει, τραγουδάει ή ηχεί με ποικίλους τρόπους
μσν.-αρχ.
μτφ. ποικιλόμυθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -φωνος (< φωνή), πρβλ. πολύ- φωνος].