οἰωνιστής

From LSJ
Revision as of 10:53, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνιστής Medium diacritics: οἰωνιστής Low diacritics: οιωνιστής Capitals: ΟΙΩΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: oiōnistḗs Transliteration B: oiōnistēs Transliteration C: oionistis Beta Code: oi)wnisth/s

English (LSJ)

οἰωνιστοῦ, ὁ, one who foretells from the flight and cries of birds, Il.2.858, 17.218, Hes.Sc.185; θεοπρόπος οἰωνιστής Il.13.70: in late Prose, Gal.9.833;=Lat. augur, D.H. 10.57, D.C.37.27,al.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
celui qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνίζομαι.

German (Pape)

ὁ, Vogelschauer, der aus dem Fluge od. den Stimmen der Vögel weissagt; Il. 2.858, 17.218; auch θεοπρόπος, 13.70; Hes. Sc. 185; und in sp. Prosa, wie D.Cass.; Hesych. erkl. ὀρνεοσκόπος.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνιστής: οῦ ὁ птицегадатель Hom., Hes.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ προλέγων τὰ μέλλοντα ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἰλ. Β. 858, Ρ. 218, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 185· θεοπρόπος οἰωνιστὴς Ἰλ. Ν. 70.

English (Autenrieth)

(bird) seer; as adj., Il. 13.70.

Greek Monolingual

οἰωνιστής, ὁ (Α) οιωνίζομαι
οιωνοσκόπος.

Greek Monotonic

οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το μέλλον από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

οἰωνιστής, οῦ, ὁ,
one who foretells from the flight and cries of birds, an augur, Il., Hes.