καλλιπάρθενος

From LSJ
Revision as of 10:54, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλιπάρθενος Medium diacritics: καλλιπάρθενος Low diacritics: καλλιπάρθενος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΑΡΘΕΝΟΣ
Transliteration A: kallipárthenos Transliteration B: kalliparthenos Transliteration C: kalliparthenos Beta Code: kallipa/rqenos

English (LSJ)

καλλιπάρθενον, with beautiful nymphs, Νείλου… κ. ῥοαί E.Hel.1; δέρη κ. neck of a beauteous maiden, Id.IA 1574:—later καλλιπαρθένιος, ον, πηγή Inscr.Magn.252.

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönen Jungfrauen; Νείλου ῥοαί Eur. Hel. 1; δέρη, der schönen Jungfrau Hals, I. A. 1574.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une belle jeune fille.
Étymologie: καλός, παρθένος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπάρθενος -ον [καλός, παρθένος] met mooie meisjes, met mooie nimfen. van een mooi meisje:. δέρη κ. hals van een mooi meisje Eur. IA 1574.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπάρθενος:
1 изобилующий прекрасными девами, т. е. нимфами (Νείλου ῥοαί Eur.);
2 принадлежащий прекрасной деве, девичий (δέρη Eur.).

Greek Monolingual

καλλιπάρθενος, -ον (AM)
το θηλ. ως ουσ.καλλιπάρθενος
η ωραία παρθένα
αρχ.
αυτός που έχει ωραίες νύμφες («Νείλου μὲν αἵδε καλλιπάρθενοι ῥοαί», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + παρθένος.

Greek Monotonic

καλλιπάρθενος: -ον, αυτός που έχει ωραίες νύμφες, σε Ευρ.· δέρηκ., λοιμοί καλών παρθένων, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπάρθενος: -ον, ἔχων ὡραίας παρθένους, δηλ. νύμφας, Νείλου.. καλ. ῥοαὶ Εὐρ. Ἑλ. 1· δέρη καλ., λαιμὸς καλῆς παρθένου, ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 1574. ΙΙ. παρὰ μεταγ., = καλὴ παρθένος, Λοβέκ. εἰς Φρύν. σ. 600.

Middle Liddell

καλλι-πάρθενος, ον
with beautiful nymphs, Eur.; δέρη κ. necks of beauteous maidens, Eur.