παράγειος

From LSJ
Revision as of 10:56, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγειος Medium diacritics: παράγειος Low diacritics: παράγειος Capitals: ΠΑΡΑΓΕΙΟΣ
Transliteration A: parágeios Transliteration B: parageios Transliteration C: parageios Beta Code: para/geios

English (LSJ)

παράγειον, (γῆ) haunting the shallow water near the shore, ζῷα π., opp. πελάγια, Arist.HA602a16; of sea-plants, Thphr. HP 4.6.7.

German (Pape)

[Seite 474] an dem Lande, Arist. H. A. 8, 19.

Russian (Dvoretsky)

παράγειος: прибрежный, держащийся берега (ζῷα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

παράγειος: -ον, (γῆ) ὁ συχνάζων εἰς τὰ ἀβαθῆ ὕδατα τὰ παρὰ τὴν γῆν, ζῷα παράγεια, ἀντίθετον τῷ πελάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 19, 18.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ψάρια ή θαλάσσια φυτά) αυτός που ζει στα ρηχά νερά και κοντά στην παραλία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -γειος (< γη), πρβλ. υπόγειος].