χίμετλον

From LSJ
Revision as of 10:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῐ́μετλον Medium diacritics: χίμετλον Low diacritics: χίμετλον Capitals: ΧΙΜΕΤΛΟΝ
Transliteration A: chímetlon Transliteration B: chimetlon Transliteration C: chimetlon Beta Code: xi/metlon

English (LSJ)

τό, chilblain, mostly in plural, Hippon.19.4, Ar.V.1167, Nic.Th.682, Lyc.1290: sg., Poll.2.198. (Cogn. with χεῖμα; misspelt χείμεθλον, χείμετλον in Glossaria)

German (Pape)

[Seite 1356] το, wie χείμετλον, Frostbeule, Frostschaden; Ar. Vesp. 1167; Arist. rhet. 3, 11; ποδῶν Lycophr. 1290, Schol. τραύματα καὶ ἀποκαύματα, τὰ ἐκ χειμῶνος ἀποψύγματα; vgl. auch Schol. Arat. 294.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
engelure.
Étymologie: DELG χεῖμα.

Russian (Dvoretsky)

χίμετλον: τό обмороженное место Arph.

Greek (Liddell-Scott)

χίμετλον: τό, τὸ ἐν χειμῶνι γινόμενον ἕλκος ὑπὸ ψύχους, γίνεται δὲ ἐπὶ τῶν δακτύλων τῶν χειρῶν καὶ τῶν ποδῶν, κοινῶς «χιονίστρα», «ξεπάγιασμα», Λατ. pernio, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἱππῶναξ 13, Ἀριστοφ. Σφ. 1167· ἔχων ὑπὸ ποσσὶ χίμετλα Κωμ. ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 6, πρβλ. Νικ. Θηρ. 682, Λυκόφρ. 1290. - Ὁ τύπος χίμετλον (μετὰ ῐ) ἀποδείκνυται ὡς ὀρθὸς ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων (καὶ παρ’ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. τὸ ι εἶναι βραχύ) ἀλλ’ ἐνίοτε φέρεται χείμετλον ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. Πρβλ. χιμέτλη.

Greek Monolingual

και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α
συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα
ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση του ψύχους επί του δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο του χρόνου, ειδικά σε περίοδο υγρού ψύχους, στα άκρα χέρια και πόδια, στα αφτιά και στη μύτη, οι κοινώς γνωστές σήμερα χιονίστρες
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «χίμετλον· τὸ ἐν χειμῶνι γενόμενον ἕλκος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χιμ- της μηδενισμένης βαθμίδας της ρίζας τών λ. χεῖμα, χειμών (βλ. λ. χειμώνας) + επίθημα -ε-θλον (πρβλ. ἕδ-ε-θλον, βλ. και λ. -θλον). Ο τ. χίμετλον με ανομοιωτική τροπή του δασέος -θ- στο αντίστοιχο κλειστό -τ- (πρβλ. ἐχ-έ-τλη)].

Middle Liddell

χίμετλον, ου, τό, χιών
a chilblain, kibe, Lat. pernio, Ar.

Frisk Etymology German

χίμετλον: {khímetlon}
See also: s. χεῖμα.
Page 2,1101