χολοποιός

From LSJ
Revision as of 10:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χολοποιός Medium diacritics: χολοποιός Low diacritics: χολοποιός Capitals: ΧΟΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: cholopoiós Transliteration B: cholopoios Transliteration C: cholopoios Beta Code: xolopoio/s

English (LSJ)

χολοποιόν,
A producing bile, θέρος Hp.Hum.14, cf. S.E.M.9.96, etc.
II χολοποιόν, τό, = ἀβρότονον, Ps.-Dsc.3.24.

German (Pape)

[Seite 1363] Galle machend, erzeugend, Diosc.

Russian (Dvoretsky)

χολοποιός: производящий желчь Sext.

Greek (Liddell-Scott)

χολοποιός: -όν, ὁ παράγων χολήν, ὁ ποιῶν, γεννῶν χολήν, θέρος Ἱππ. 50. πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 96, κλπ. ΙΙ. τὸ χολοποιόν, ἕτερον ὄνομα τοῦ ἀβροτόνου, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) 3. 29.

Greek Monolingual

-όν, Α
1. αυτός που παράγει χολή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χολοποιόν
το κοινώς γνωστό σήμερα φυτό αβρότονο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος/χολή + -ποιός].