τεχνολογία

From LSJ
Revision as of 11:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνολογία Medium diacritics: τεχνολογία Low diacritics: τεχνολογία Capitals: ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: technología Transliteration B: technologia Transliteration C: technologia Beta Code: texnologi/a

English (LSJ)

ἡ, systematic treatment, of grammar, etc., Phld.Rh.1.128 S.(pl.), Cic. Att.4.16.3, Anon.Lond.2.18, Plu.2.514a (pl.), S.E.P.2.205, lamb. Comm.Math.7, etc.

German (Pape)

[Seite 1104] ἡ, Rede od. Abhandlung über Künste, kunstgemäße Abhandlung über eine Kunst od. Wissenschaft; Longin. 1, 1; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
traité ou dissertation sur un art, exposé des règles d'un art.
Étymologie: τεχνολόγος.

Russian (Dvoretsky)

τεχνολογία:рассуждение об искусстве, трактат Plut., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνολογία: ἡ, συστηματικὴ ἐξέτασις, γραμματικὴ ἀνάλυσις, κτλ., Πλούτ. 2. 514Α, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 205, Ἀπολλών. περὶ Συνδέσμ. 479, 13, κλπ., πρβλ. Κικ. πρ. Ἀττ. 4. 16.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. επιστημονική πραγματεία για μια τέχνη ή επιστήμη
2. γραμμ. α) ο λόγος που αναφέρεται στην τέχνη, δηλαδή στη μελέτη, διαπραγμάτευση και ανάλυση λογοτεχνικών έργων
β) (από τους αλεξανδρινούς χρόνους και ύστερα) η μελέτη, ανάλυση και παρουσίαση τή γραμματικής, δηλαδή του μορφολογικού συστήματος της γλώσσας
νεοελλ.
1. η συστηματική σπουδή τών τεχνικών κατασκευής πραγμάτων και εκτέλεσης έργων, η επιστήμη που μελετά τις διεργασίες και τα μέσα κατασκευής και επεξεργασίας υλικών
2. το σύνολο τών τεχνικών μέσων, όπως είναι οι μηχανές και ο εξοπλισμός, τών επιστημονικών μεθόδων και τρόπων ενέργειας που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών
3. γραμμ. (στα πλαίσια της παραδοσιακής γραμματικής διδασκαλίας) ορισμένη διδακτική μεθοδολογία που συνίσταται στην αναγνώριση και κλίση τών διαφόρων γραμματικών τύπων που συναντώνται μέσα σε κείμενα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεχνολόγος. Η λ., με τη νεοελλ. σημ., είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. technology].