τρίλοφος

From LSJ
Revision as of 11:02, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐλοφος Medium diacritics: τρίλοφος Low diacritics: τρίλοφος Capitals: ΤΡΙΛΟΦΟΣ
Transliteration A: trílophos Transliteration B: trilophos Transliteration C: trilofos Beta Code: tri/lofos

English (LSJ)

τρίλοφον,
A with three crests, κράνος Polyaen.8.59.
II with three peaks or points, Nonn. D.6.124.

German (Pape)

[Seite 1144] mit drei Helmbüschen, übh. mit drei Erhöhungen, Spitzen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίλοφος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς λόφους, ἐπὶ κράνους, τῆς Ἀθηνᾶς ἡ ἱέρεια... πανοπλίαν ἔχουσα καὶ τρίλοφον κράνος Πολύαιν. 8. 59. ΙΙ. ὁ ἔχων τρεῖς κορυφὰς ἢ ἄκρας, Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην Νόνν. Δ. 6. 124.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για περικεφαλαία) αυτός που έχει τρία λοφία
2. αυτός που έχει τρεις κορυφές ή άκρες («Σικελίης τριλόφοιο Πελωρίδα δύσατο πέτρην», Νoνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + λόφος (πρβλ. ἑπτάλοφος)].