Κάρβας
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
name in Cyrene for the wind Εὖρος, Arist.Vent.973b4 (ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ φοινίκην): Phoenician word, acc. to Theophrastus Vent.62.
Greek Monolingual
Κάρβας, ὁ (Α)
ονομ. του ανατολικού ανέμου, του Εύρου, στην Κυρήνη.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Δάνεια λ. φοινικικής προελεύσεως, συγγενής πιθ. με τα καρβάν, κάρβανος.
Russian (Dvoretsky)
Κάρβας: ου ὁ карбас (киренское название восточного ветра) Arst.
German (Pape)
m. Ausländer,
1 Ostwind (Euros) in Kyrene, d.h. der von den Karbanen herwehende, Arist. vent. 973b, Bekk., Theophr. vent. 62, St.B. s. Καρπασία.
2 Bein. des Besis, Inscr. 3.4712b5, 4890.7.
ὁ, ein Ostwind, ἀπὸ τῶν Καρβανῶν τῶν κατὰ Φοινίκην, Arist. vent. p. 946. S. Κάρβας.