δαιμονίς
From LSJ
ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, fem. of δαίμων, Procl.in Ti.1.47 D., in Prm. p.643S., Herm. in Phdr.p.87 A.:—also δαιμόνισσα, ἡ, PMag.Leid.W.16.48.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
genio femenino αἱ θεῖαι δαιμονίδες Procl.in Ti.1.47.16, 50.18, δαιμονίσιν ἢ καὶ θειοτέραις τάξεσι Herm.in Phdr.87.
German (Pape)
[Seite 515] ίδος, ἡ fem. zu δαίμοών, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δαιμονίς: -ίδος, ἡ, θηλ. τοῦ δαίμων Πρόκλ. Τιμ. 15, Ἑρμείας Φαίδρ. 87.
Greek Monolingual
η (Α)
βλ. δαίμονας.