ἐπηρεαστικός
English (LSJ)
ἐπηρεαστική, ἐπηρεαστικόν, insolent, Com.Adesp.202, Alex. Aphr.in Metaph.308.13. Adv. ἐπηρεαστικῶς Gal.Anim.Pass.1.12,al.
German (Pape)
[Seite 921] zum Beeinträchtigen, Mißhandeln u. dgl. geneigt, Stob. ecl. phys. 1, 194.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηρεαστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, Κωμ. Ἀνών. 357.- Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 1. 353, Βασίλ. ΙΙΙ. 616Β.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπηρεαστικός, -ή, -όν) επηρεαστής
μσν.- νεοελλ.
ο κατάλληλος, ικανός να επηρεάζει
μσν.
(στον πληθ. ως ουσ.) οι ἐπηρεαστικοί
οι σχετικοί με την επιβολή φορολογίας
αρχ.
1. υβριστικός, ταπεινωτικός
2. δόλιος, προμελετημένος.