πέτταρες
From LSJ
Δεῖ τοὺς φιλοῦντας πίστιν, οὐ λόγους ἔχειν → Non bene stat intra verba amicorum fides → Vertrauen müssen Freunde sich, viel reden nicht
English (LSJ)
πέτταρα, Boeot. for τέττ-, IG7.2418.10 (Thebes, iv B. C.), 3171.38 (Orchom. Boeot.), Schwyzer 462 B 54 (Tanagra, iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
πέτταρες: (τέσσ-), Ἐπιγρ. Ὀρχομενοῦ Βοιωτ. CIG 1569, Bul. de cor. hel. IV, σελ. 89. Τὸ δὲ ἐκεῖ πέττα καὶ πέτταρε θεωρητέα ὡς συντομογραφίαι· ― πέτταρα, Ἐπιγρ. Θηβῶν, Bul. de cor. hel. V, 264· ― πέτταρας, Ἐπιγρ. Θεσπιῶν, Ἀθην. τ. Θ΄, σ. 172, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
Greek Monolingual
-α, Α
(βοιωτ. τ.) βλ. τέσσερεις.